Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταυλίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταυλίζομαι [katavlízome] Ρ2.1β : καταλύω σε καταυλισμό.

[λόγ. < αρχ. καταυλίζομαι `εγκαθίσταμαι στο ύπαιθρο΄ κατά τη σημ. του καταυλισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go