Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατατρώγω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κατατρώγω.
  • 1) Τρώγω κ. μέχρι τέλους, εντελώς, καταβροχθίζω:
    • (Διγ. Άνδρ. 41131), (Ερμον. Β 50
    • (σε μεταφ.):
      • επανήλθεν (ενν. ο σουλτάν-Μουράτης) άλλα καταφαγείν μελετήσας (Ιστ. πολιτ. 82).
  • 2) Βασανίζω εξαντλητικά:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 2328
    • (μεταφ.):
      • Έρως … κατέτρωγεν, εδάμαζεν … όλην αυτήν μου την ψυχήν (Λίβ. Sc. 1481).
  • 3) Καταδαπανώ· εξαθλιώνω οικονομικά:
    • εκείνοι εκατάτρωγαν την επτωχήν την τσάραν (Ιστ. Βλαχ. 573).

[αρχ. κατατρώγω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go