Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατρύχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατρύχω [katatríxo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. που βασανίζει, καταταλαιπωρεί κπ. ψυχικά ή σωματικά: Tον κατατρύχουν έμμονες ιδέες. Kατατρύχεται από το πάθος της εκδίκησης / από τύψεις.

[λόγ. < αρχ. κατατρύχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες