Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατρόπωση η [katatróposi] Ο33 : η ενέργεια του κατατροπώνω, ολοκληρωτική νίκη ή μεγάλη υπεροχή σε έναν ανταγωνισμό: H ~ του εχθρού / της αντίπαλης ομάδας / του αντιδίκου.
[λόγ. < μσν. κατατρόπωσις < κατατροπω- (δες κατατροπώνω) σις > -ση]



