Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατρεγμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατρεγμός ο [katatreγmós] Ο17 : η ενέργεια του κατατρέχω, συνεχής καταδίωξη ή αλλεπάλληλες ατυχίες και συμφορές: Οι κατατρεγμοί δεν έκαμψαν την αντίσταση των υπόδουλων Ελλήνων, οι διώξεις. Ο ~ της τύχης δεν τον άφησε να ορθοποδήσει.

[κατατρεκ- (κατατρέχω) -μός με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες