Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατατρίβομαι [katatrívome] Ρ4β (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : εξαντλώ τις σωματικές, ψυχικές ή πνευματικές μου δυνάμεις και διαθέτω το χρόνο μου σε κτ. άσκοπο ή ασήμαντο: Kατατρίβεται με / σε λεπτομέρειες και δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με τα σοβαρά προβλήματα.
[λόγ. < αρχ. κατατρίβω, -ομαι]



