Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατατοπιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατοπιστικός -ή -ό [katatopistikós] Ε1 : που κατατοπίζει, με τον οποίο κατατοπίζεται κάποιος: Οι τουριστικοί χάρτες είναι πολύ κατατοπιστικοί. Δημοσιεύτηκε άρθρο κατατοπιστικό για το καταναλωτικό κοινό. Όσα μας είπες ήταν πολύ κατατοπιστικά / ήσουν πολύ ~. κατατοπιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κατατοπισ- (κατατοπίζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go