Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατατεμαχισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατεμαχισμός ο [katatemaxizmós] Ο17 : η ενέργεια του κατατεμαχίζω. 1. τεμαχισμός σε πολλά μικρά κομμάτια· κατακομμάτιασμα: Ο ~ του θηράματος / του σφαγίου. Ο ~ του θύματος από το δολοφόνο. 2. διαίρεση και διάσπαση της ενότητας ενός συνόλου· κατακερματισμός: Aτυχείς πόλεμοι κατέληξαν στον κατατεμαχισμό της Πολωνίας, διαμελισμό. Ο ~ της γης, κατάτμηση μεγάλων εκτάσεων σε μικρές ιδιοκτησίες.

[λόγ. κατατεμαχισ- (κατατεμαχίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go