Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασυκοφαντώ [katasikofandó] -ούμαι Ρ10.9 : συκοφαντώ κπ. ή κτ. με πολλές, βαριές και συνεχείς κατηγορίες: Tον κατασυκοφάντησαν οι εχθροί του. Ένας κατασυκοφαντημένος ήρωας. Mια κατασυκοφαντημένη περίοδος / προσπάθεια.
[λόγ. < ελνστ. κατασυκοφαντῶ]



