Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστροφισμός ο [katastrofizmós] Ο17 : θεωρία που απέδιδε σε κατακλυσμούς τις μεγάλες γεωλογικές και βιολογικές αλλαγές που έγιναν στον πλανήτη μας.
[λόγ. < γαλλ. catastrophisme < ελνστ. καταστροφ(ή) -isme = -ισμός]



