Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταστηματάρχης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταστηματάρχης ο [katastimatárxis] Ο10 θηλ. καταστηματάρχισσα [katastimatárxisa] Ο27 : αυτός που έχει εμπορικό κατάστημα: Kαταστηματάρχες και εμποροϋπάλληλοι συμφώνησαν στο θέμα του ωραρίου.

[λόγ. καταστηματ- (κατάστημα) -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef d΄établissement· λόγ. καταστηματάρχ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go