Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταστατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταστατικός -ή -ό [katastatikós] Ε1 : 1α. που ρυθμίζει μια κατάσταση, που θέτει τις θεμελιώδεις διατάξεις για να ιδρυθεί, να υπάρξει κτ.: ~ χάρτης, θεμελιώδης νόμος. Ο ~ χάρτης μιας χώρας, το σύνταγμα. Ο ~ χάρτης του Οργανισμού Hνωμένων Εθνών. Ο ~ νόμος της Εκκλησίας. β. (ως ουσ.) το καταστατικό, το σύνολο των διατάξεων που καθορίζουν την οργάνωση και την εσωτερική λειτουργία ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου: Tο καταστατικό του κόμματος / της εταιρείας / των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας. 2. που έχει σχέση με το καταστατικό, που προβλέπεται από αυτό: Οι καταστατικές θέσεις / τα καταστατικά όργανα του κόμματος. καταστατικά ΕΠIΡΡ σύμφωνα με το καταστατικό.

[λόγ. κατάστα(σις) -τικός απόδ. γαλλ. statut (1β: απόδ. γαλλ. statuts (πληθ.), διαφ. το ελνστ. καταστατικόν `ικανότητα για καθησύχαση΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες