Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταστέλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταστέλλω [katastélo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστειλα, απαρέμφ. καταστείλει, παθ. αόρ. καταστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατεστάλη, κατεστάλησαν, απαρέμφ. κατασταλεί : 1. μειώνω την ένταση μιας σωματικής ή ψυχικής αντίδρασης ή λειτουργίας: Φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους / τις φλεγμονές / τη νευρική διέγερση. Mέτρα που διεγείρουν τα πολιτικά πάθη αντί να τα καταστέλλουν. 2. εμποδίζω να εκδηλωθεί ή να εξελιχθεί και να εξαπλωθεί κτ. ανεπιθύμητο, κτ. που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη· καταπνίγω: H επανάσταση / η εξέγερση κατεστάλη με την επέμβαση του στρατού. H αστυνομία καταστέλλει κάθε προσπάθεια διατάραξης της δημόσιας ασφάλειας.

[λόγ. < ελνστ. καταστέλλω, αρχ. σημ.: `ταχτοποιώ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καταστέλλω.
  • Κυριεύω, υποτάσσω:
    • καταστείλας πλείονας χώρας (Βίος Αλ. 2509).

[αρχ. καταστέλλω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες