Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατασκουριασμένος, μτχ. επίθ.
-
- Πολύ σκουριασμένος:
- περικεφαλαία … κατασκουριασμένη (Ερωτόκρ. Β´ 471).
[<πρόθ. κατά + μτχ. παρκ. του σκουριάζω. Η λ. και σήμ.]
- Πολύ σκουριασμένος:



