Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασκονίζω [kataskonízo] -ομαι Ρ2.1 : σκονίζω κτ. ή κπ. πάρα πολύ, συνήθ. παθ.: Φύσηξε αέρας και κατασκονίστηκε το σπίτι. Kατασκονίστηκαν τα παπούτσια μας στο χωματόδρομο. Έφτασε καταϊδρωμένος και κατασκονισμένος.
[κατα- σκονίζω]



