Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασβεστήρας ο [katazvestíras] Ο2 : (τεχν.) πυροσβεστήρας.
[λόγ. κατασβεσ- (αρχ. κατασβέννυμι, δες στο κατασβήνω) -τήρ > -τήρας απόδ. γαλλ. extincteur]



