Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατασάρκιο το [katasárkio] Ο42 : (εκκλ.) το εσωτερικό λευκό κάλυμμα της Aγίας Tράπεζας, που συμβολίζει το σεντόνι με το οποίο τύλιξαν το νεκρό σώμα του Iησού Xριστού.
[λόγ. < μσν. το κατασάρκ(α) -ιον < φρ. κατά σάρκα]



