Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταρώμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καταρώμαι, καταρούμαι — καταριέμαι· κατηρούμαι· αόρ. εκαταράθην· (ε)καταρίστην· (ε)καταρίστηκα.
  • Μτβ. και αμτβ.
    • 1) Δίνω κατάρα, εύχομαι να συμβεί κακό σε κάπ. ή κ.:
      • ο Θεός την κατηράθη (ενν. την γυνήν) ότι με πόνους να γεννά (Συναξ. γυν. 113· Διακρούσ. 941).
    • 2) Bλαστημώ, αναθεματίζω:
      • την μέραν ήν εγεννήθησαν πάντες εκατηρώντο (Πόλ. Τρωάδ. 7308).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κολασμένος, καταδικασμένος:
    • Καταραμένος οπού εμπαίνει εις το σύνορο του σύντροφού του (Πεντ. Δευτ. XXVII 17).

[αρχ. καταρώμαι. Η λ. ούμαι και σήμ. ιδιωμ. και ιέμαι κοιν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες