Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταρτισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταρτισμός ο [katartizmós] Ο17 : η ενέργεια του καταρτίζω· κατάρτιση: Bιβλία που βοηθούν στον ηθικό καταρτισμό του αναγνώστη.

[λόγ. < ελνστ. καταρτισμός `εξοπλισμός, άσκηση΄ κατά τη σημ. του καταρτίζωII]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες