Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταρροή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταρροή η [kataroí] Ο29 : (ιατρ.) συνάχι με άφθονες εκκρίσεις.

[λόγ. < ελνστ. καταρροή `χύσιμο προς τα κάτω΄ κατά τη σημ. της λ. κατάρρους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες