Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταρράκωση η [katarákosi] Ο33 : η ενέργεια του καταρρακώνω, εξευτελισμός ή ψυχική εξουθένωση· κουρέλιασμα2: Στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως συντελέστηκε η ~ του ανθρώπου / της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Mε διάφορες επεμβάσεις επιχειρήθηκε η ~ του κύρους της δικαιοσύνης. ~ του ηθικού.
[λόγ. καταρρακω- (δες καταρρακώνω) -σις > -ση]



