Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπόντιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπόντιση η [katapóndisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του καταποντίζω, κυρίως κυριολεκτικά· καταποντισμός. 2. (στην ιατροδικαστική) βύθιση του κεφαλιού μέσα σε νερό με αποτέλεσμα το θάνατο από ασφυξία.

[λόγ. < ελνστ. καταπόντι(σις) `βούλιαγμα΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες