Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπόδι [katapóδi] επίρρ. : (λαϊκότρ.) καταπόδας. ΦΡ τον πήρε ~, τον παρακολούθησε, τον πήρε από πίσω.
[μσν. καταπόδι(ν) < φρ. κατά πόδι]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπόδιν, επίρρ.· καταπόδι· καταπόδου· καταποδού.
-
- Α´ Τοπ.
- 1)
- α) Κατόπι, στα ίχνη κάπ.:
- να πάνε καταπόδι να γυρέψουνε … τον Μουσταφά (Χρον. σουλτ. 5927)·
- β) μαζί με κάπ.:
- αν τύχει να μη θελήσει η γεναίκα να πάει καταπόδου μου προς την ηγή ετούτη; (Πεντ. Γέν. XXIV 5).
- α) Κατόπι, στα ίχνη κάπ.:
- 2) Ξανά πίσω:
- Μοσέ … εδηλαγώγησεν το ποίμινιο καταπόδου την έρημο (Πεντ. Έξ. III 1).
- 1)
- Β´ (Χρον.) μετά, έπειτα από κάπ. ή κ.:
- αφήκαμεν ενθύμησιν εις εκείνους όπου θέλουν έλθει καταπόδιν μας (Διγ. Άνδρ. 3652)·
- ήτον καταπόδου το θανατικό (Πεντ. Αρ. XXV 19).
- Γ´ Μεταφ.
- 1) Όμοια με κάπ.:
- μη είσαι καταπόδου πολλούς να κακύνεις (Πεντ. Έξ. XXIII 2).
- 2) Σύμφωνα με κ., όπως επιθυμεί και κατευθύνει κ., όπως επιβάλλει, προστάζει κ.:
- να πορνέψουν καταπόδου τα είδωλά τους (Πεντ. Έξ. XXXIV 15).
- 1) Όμοια με κάπ.:
- Φρ.
- 1) Γεμίζω καταπόδου τον Κύριον ή του Κύριου, βλ. γεμίζω Α´5.
- 2) Πηγαίνω καταπόδου (τον Κύριο ή είδωλα) = ακολουθώ πιστά, λατρεύω:
- (Πεντ. Δευτ. XIII 5).
- 3) Στρέφομαι από καταπόδου κάπ. = απομακρύνομαι από κάπ., εγκαταλείπω κάπ.:
- (Πεντ. Δευτ. XXIII 15).
[<συνεκφ. κατά πόδιν ή <αρχ. επιρρ. έκφρ. κατά πόδας ή κατά πόδα. Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Ο τ. ‑ού και σήμ. ιδιωμ.].
- Α´ Τοπ.



