Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταπράυνση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπράυνση η [katapráinsi] Ο33 : η ενέργεια του καταπραΰνω, μείωση της έντασης δυσάρεστων αισθημάτων ή συναισθημάτων: H ~ των πόνων / των νεύρων / της οργής.

[λόγ. < ελνστ. καταπράϋν(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go