Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταποτήρας ο [katapotíras] Ο2 : (λαϊκότρ., παρωχ.) 1. καταβόθρα. 2. δίνη.
[καταπο- (θ. συγγ. του αρχ. ρ. καταπίνω, σύγκρ. κατάποση) -τήρας]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[καταπο- (θ. συγγ. του αρχ. ρ. καταπίνω, σύγκρ. κατάποση) -τήρας]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |