Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταποτήρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταποτήρας ο [katapotíras] Ο2 : (λαϊκότρ., παρωχ.) 1. καταβόθρα. 2. δίνη.

[καταπο- (θ. συγγ. του αρχ. ρ. καταπίνω, σύγκρ. κατάποση) -τήρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες