Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταποντισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταποντισμός ο [katapondizmós] Ο17 : 1. η ενέργεια του καταποντίζω. α. βύθιση έως τον πυθμένα της θάλασσας, καταβύθιση: H έκρηξη προκάλεσε τον καταποντισμό του πλοίου. Γεωλογικά φαινόμενα προκάλεσαν τον καταποντισμό τμημάτων της ξηράς. ΦΡ σεισμοί*, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί. β. ολοκληρωτική αποτυχία ή καταστροφή: Aυτό που έπαθε στις εκλογές / στις εξετάσεις δεν ήταν απλώς αποτυχία, ήταν ~. Προσπαθεί να σώσει το κράτος / την οικονομία από τον καταποντισμό. 2. καταπόντιση2.

[λόγ. < αρχ. καταποντισμός `πνίξιμο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καταποντισμός ο.
  • Καταβύθιση, πνίξιμο:
    • (Ιερόθ. Αββ. 332).

[αρχ. ουσ. καταποντισμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες