Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπληξία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπληξία η [katapliksía] Ο25 : (ιατρ.) αιφνίδια διαταραχή πολλών λειτουργιών, κυρίως της κυκλοφορίας του αίματος, που μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο· σοκ.

[λόγ. < γαλλ. cataplexie (στη νέα σημ.) < αρχ. κατάπληξις (δες στο κατάπληξη) (-ie = -ία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες