Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπλημμυρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπλημμυρίζω [kataplimirízo] Ρ2.1α μππ. καταπλημμυρισμένος : 1. καλύπτομαι, γεμίζω με νερό που ξεχειλίζει από τη φυσική κοίτη του, λόγω υπερβολικής ανύψωσης της στάθμης του: Kάθε χειμώνα το ποτάμι καταπλημμυρίζει από τις βροχές. || καλύπτω, κατακλύζω μια έκταση με νερό: Tα νερά του ποταμού καταπλημμύρισαν την πεδιάδα. || (επέκτ.) γεμίζω, καλύπτομαι με υγρό (συνήθ. νερό): Ξέχασαν ανοιχτή τη βρύση και καταπλημμύρισε το διαμέρισμα. 2. (μτφ.) κατακλύζομαι, γεμίζω από κτ. (σε μεγάλη ποσότητα, έκταση): Kαταπλημμύρισε η αγορά από / με τηλεοράσεις και βίντεο.

[λόγ. κατα- πλημμυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες