Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπλακώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπλακώνω [kataplakóno] -ομαι Ρ1 : συνθλίβω κπ. ή κτ. με τον όγκο και με το βάρος μου: Kατέρρευσε η στοά και καταπλάκωσε τους ανθρακωρύχους. Kαταπλακώθηκε από την καρότσα ανατρεπόμενου φορτηγού. Aπό την κατάρρευση του τοίχου / από την πτώση των βράχων καταπλακώθηκαν δύο αυτοκίνητα.

[μσν. καταπλακώνω < κατα- πλακώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπλακώνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Πέφτω και πλακώνω, συνθλίβω:
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2689
      • β) επιχωματώνω:
        • έριξαν χώμα πολύ και εκαταπλάκωσαν την θάλασσαν και έκτισαν απάνω σπίτια (Δωρ. Μον. XXIX).
    • 2)
      • α) Επιτίθεμαι αιφνιδιαστικά και νικώ:
        • να τον απομωρώσει, διά να έλθει έξαφνα να τον καταπλακώσει (Ιστ. Βλαχ. 972
      • β) (προκ. για συναίσθημα) κατακυριεύω:
        • (Ερωφ. Α´ 180).
  • II. Μέσ.
    • 1) Ποδοπατιέμαι:
      • Kαταπλακώνετ’ ο λαός κι ο είς τον άλλο αμπώθει (Ερωτόκρ. Β´ 1043).
    • 2) Φθάνω, ενσκήπτω:
      • ο χειμών καταπλακώθη (Κώδ. Χρονογρ. 5337).

[<πρόθ. κατά + πλακώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες