Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπατητής ο [katapatitís] Ο7 : 1. αυτός που καταπατεί ξένη ιδιοκτησία, αυτός που την καταλαμβάνει και τη χρησιμοποιεί αυθαίρετα: Kαταπατητές δασικών εκτάσεων οικοπεδοποίησαν εκατοντάδες στρέμματα. 2. (μτφ.) αυτός που αθετεί ή παραβιάζει κτ.
[λόγ. καταπατη- (καταπατώ) -τής (διαφ. το ελνστ. ή μσν. καταπατητής `κατάσκοπος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπατητής ο· πληθ. καταπατητάδες.
-
- 1) Ανιχνευτής, κατάσκοπος· καταδότης:
- με πονηρίαν απόστελνεν τους καταπατητάδες τού να μαθαίνει αδιάλειπτα τες των Φραγκών γαρ πράξες (Χρον. Μορ. H 1049).
- 2) Kλέφτης:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1824).
[<αόρ. του καταπατώ + κατάλ. ‑τής. Η λ. σε σχόλ., στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ανιχνευτής, κατάσκοπος· καταδότης:



