Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταξεσχίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καταξεσχίζω· καταξερχίζω· καταξεσκίζω.
  • 1) (Επιτ.) ξεσχίζω, κομματιάζω:
    • να δέρνεται και να καταξερχίζει τα μάγουλα (Διγ. O 1878).
  • 2) Βιάζω:
    • με πλιαν σου εντροπήν και με … χαρά εδικήν μου θέλω να σε καταξεσκίσω (Πιστ. βοσκ. II 7, 80).

[<πρόθ. κατά + ξεσχίζω. Ο τ. ρκί‑ στο Somav. Ο τ. σκί‑ στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες