Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατανυκτικός, επίθ.
-
- Που προκαλεί κατάνυξη:
- σπήλαιον … ήσυχον, κατανυκτικόν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 176).
[μτγν. επίθ. κατανυκτικός. Η λ. και σήμ.]
- Που προκαλεί κατάνυξη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατανυκτικός -ή -ό [kataniktikós] Ε1 : για κτ. που γίνεται με κατάνυξη ή που το χαρακτηρίζει η κατάνυξη: H Θεία Λειτουργία ήταν κατανυκτική. Tο μνημόσυνο τελέστηκε σε κατανυκτική ατμόσφαιρα. || (ως ουσ.) το κατανυκτικό, είδος εκκλησιαστικού τροπαρίου που εκφράζει συντρι βή.
κατανυκτικά ΕΠIΡΡ: Προσευχήθηκε ~. Παρακολουθούσε ~ τον εσπερινό. [λόγ. < ελνστ. κατανυκτικός `που κεντάει την καρδιά΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]



