Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταμεσήμερο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταμεσήμερο το [katamesímero] Ο41 : (οικ.) α. ακριβώς η ώρα του μεσημεριού, ιδίως με επέκταση, οι πιο ζεστές μεσημεριανές ώρες του καλοκαιριού και γενικότερα, η ώρα του μεσημεριανού φαγητού και της ανάπαυσης: Δεν μπορώ να φύγω μέσα στο ~. β. (ως επίρρ.) καταμεσήμερα: Πού πας ~; Mου τηλεφώνησε ~ και με ξύπνησε.

[κατα- μεσημέρ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go