Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταμερισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταμερισμός ο [katamerizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταμερίζω· κατανομή: ~ ευθυνών, απόδοση του μέρους της ευθύνης που βαρύνει κπ. || (οικον.) ~ εργασίας, η ανάθεση σε καθέναν από τους εργαζομένους, σε κάποια υπηρεσία ή επιχείρηση, μιας συγκεκριμένης εργασίας ή αρμοδιότητας συνήθ. ανάλογα με την εκπαίδευση ή με τις ικανότητές του. || (βιολ.) ~ φυσιολογικού έργου, η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας από ορισμένα κύτταρα ή όργανα.

[λόγ. < ελνστ. καταμερισμός `διαίρεση σε μέρη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες