Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλώ [kataló] & κατελώ [kateló] Ρ10.9α : (λαϊκότρ.) καταλύω τη νηστεία.
[μσν. καταλώ < καταλύω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. καταλυσ- κατά τα ρ. της β' συζυγίας: μιλησ- (μίλησα) - μιλώ· μσν. κατελώ με ανάπτ. -ε- από την “αύξηση” κατ-έ-λυσα του καταλύω]



