Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταλογιστό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταλογιστό το [katalojistó] Ο38 : (νομ.) ηθική ή νομική υπευθυνότητα. ANT ακαταλόγιστο.

[λόγ. καταλογισ- (καταλογίζω) -τόν, ουδ. του -τός απόδ. γαλλ. imputabilité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες