Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταληψίας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταληψίας ο [katalipsías] Ο3 : άτομο που κάνει κατάληψη σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο.

[λόγ. κατάληψ(η) -ίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες