Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταληπτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταληπτός -ή -ό [kataliptós] Ε1 : για κτ. ή για κπ. που γίνεται κατανοη τός, που μπορεί κάποιος εύκολα να τον καταλάβει. ANT ακατάληπτος: Οι σύνθετες έννοιες δεν είναι καταληπτές από τα μικρά παιδιά. Έγινε καταληπτό αυτό που θέλω να πω; Όταν διδάσκει δε γίνεται ~ από τους φοιτητές του. καταληπτά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. καταληπτός, αρχ. σημ.: `που μπορεί να επιτευχθεί΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go