Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταλανικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καταλανικός, επίθ.· καταλάνικος· κατελάνικος.
  • Που προέρχεται από την Καταλωνία:
    • ελαίου καταλανικού (Ιερακοσ. 44510‑1
    • κάτεργα … κατελάνικα (Μαχ. 66617).

[<τοπων. Καταλανία + κατάλ. ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταλανικός -ή -ό [katalanikós] Ε1 & καταλάνικος -η -ο [katalánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kαταλωνία ή στους Kαταλανούς: Kαταλανική διάλεκτος. || (ως ουσ.) η καταλανική, τα καταλανικά, τα καταλάνικα, η καταλανική διάλεκτος.

[λόγ. < μσν. καταλανικός < Kαταλά ν(ος) -ικός < μσνλατ. Catalan(us) -ος < μσνλατ. Catalonia· μσν. καταλάνικος < Kαταλάν(ος) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες