Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλαλιά η [katalalá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακολογία, κακόπιστη συνήθ. κριτική: Δεν μπόρεσε ν΄ αντέξει την ~ του κόσμου.
[ελνστ. καταλαλιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταλαλιά η· καταλαλία.
-
- Συκοφαντία:
- καταλαλίαν άπεχε, μεγάλο κρίμαν έναι (Σπαν. O 86).
[μτγν. ουσ. καταλαλιά. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Συκοφαντία:



