Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακύρωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακύρωση η [katakírosi] Ο33 : η ενέργεια του κατακυρώνω, η αναγνώριση ή μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή η αναγνώριση του δικαιώματος σε κτ., με δικαστική ή με διοικητική πράξη: ~ δημοπρασίας. ~ της βουλευτικής έδρας στον υποψήφιο που είχε υποβάλει ένσταση.

[λόγ. κατακυρω- (δες κατακυρώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες