Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακόβω [katakóvo] -ομαι Ρ αόρ. κατάκοψα και καταέκοψα, απαρέμφ. κατακόψει, παθ. αόρ. κατακόπηκα, απαρέμφ. κατακοπεί, μππ. κατακομ μένος : 1α. κόβω κπ. σε πολλά σημεία και βαθιά· πετσοκόβω1β: Kατακόπηκε στο ξύρισμα. β. κόβω κτ. σε πολλά κομμάτια και σε σημεία που δεν έπρεπε· πετσοκόβω1γ: Kρίμα, μου το κατάκοψε το ύφασμα η μοδίστρα. 2. (μτφ., οικ., παθ.) κατακουράζομαι.
[αρχ. κατακόπτω μεταπλ. κατά το κόπτω > κόβω]



