Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακριτέος -α -ο [katakritéos] Ε4 : που πρέπει να κατακριθεί, που είναι αξιοκατάκριτος: Είναι ~ για τη στάση που τήρησε. H στάση του είναι κατακριτέα. || (ως ουσ.): Δε βρίσκω στη συμπεριφορά του κάτι το κατακριτέο.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. κατακριτέον `κάποιος πρέπει να κρίνει΄ σημδ. γαλλ. condamnable]



