Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακρεούργηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακρεούργηση η [katakreúrjisi] Ο33 : η ενέργεια του κατακρεουργώ. 1. H ~ των αιχμαλώτων. 2. (μτφ.): H ~ της ταινίας / του τραγουδιού.

[λόγ. κατακρεουργη- (κατακρεουργώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες