Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακούτελα [katakútela] επίρρ. τροπ. : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. πέφτει ακριβώς επάνω στο μέτωπο και με επέκταση, επάνω στο κεφάλι: H σφαίρα τον βρήκε ~. || (μτφ.): H τρέλα τον χτύπησε / τον βάρεσε ~, πάρα πολύ, κατακέφαλα.
[κατα- κούτελ(ο) επίρρ. -α]



