Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακεφαλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακεφαλιά η [katakefaá] Ο24 : χτύπημα στο κεφάλι με το χέρι· κατακέφαλος: Έφαγε μια γερή ~. (έκφρ.) του ήρθε ~, για αναπάντεχο κακό: Mου ήρθε ~ όταν έμαθα τα νέα.

[κατακέφαλ(α) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες