Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταισχύνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταισχύνη η [katesxíni] Ο30 : (λόγ.) πολύ μεγάλη ντροπή, πολύ μεγάλος εξευτελισμός.

[λόγ. < μσν. καταισχύνη < αρχ. καταισχύν(ω) `καταντροπιάζω΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go