Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταισχύνη η [katesxíni] Ο30 : (λόγ.) πολύ μεγάλη ντροπή, πολύ μεγάλος εξευτελισμός.
[λόγ. < μσν. καταισχύνη < αρχ. καταισχύν(ω) `καταντροπιάζω΄ -η]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < μσν. καταισχύνη < αρχ. καταισχύν(ω) `καταντροπιάζω΄ -η]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |