Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταιγιστικός -ή -ό [katejistikós] Ε1 : που έχει την πυκνότητα και την ένταση του καταιγισμού, συνήθ. στην έκφραση καταιγιστικά πυρά, αιφνιδιαστικές και πυκνές ρίψεις βλημάτων: Ο στρατός άρχισε να υποχωρεί κάτω από τα καταιγιστικά πυρά του αντιπάλου. || (μτφ.): Οι πληροφορίες που δέχεται ο σημερινός άνθρωπος είναι καταιγιστικές, πολλές και συνεχείς.
[λόγ. καταιγισ(μός) -τικός]



