Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταθύμιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καταθύμιος, επίθ.
  • Το ουδ. ως ουσ. = αυτό που επιθυμεί κάπ., επιθυμία:
    • επαναπαύθη τα καταθύμια ορών (Ιστ. πολιτ. 7117).

[αρχ. επίθ. καταθύμιος. Το ουδ. ως ουσ. ήδη μτγν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες