Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταθορυβώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταθορυβώ [kataθorivó] -ούμαι Ρ10.9 : θορυβώ κπ. πάρα πολύ, προκαλώ σε κπ. πολύ μεγάλη ανησυχία ή σύγχυση: H είδηση για ενδεχόμενο πόλεμο καταθορύβησε τον κόσμο. Οι πολιτικοί μου αντίπαλοι είναι καταθορυβημένοι από τα πρώτα εκλογικά αποτελέσματα.

[λόγ. < ελνστ. καταθορυβῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες